ἀποπλύνει

ἀποπλύνει
ἀποπλύ̱νει , ἀποπλύνω
wash well
aor subj act 3rd sg (epic)
ἀποπλύ̱νει , ἀποπλύνω
wash well
pres ind mp 2nd sg
ἀποπλύ̱νει , ἀποπλύνω
wash well
pres ind act 3rd sg
ἀποπλύ̱νει , ἀποπλύνω
wash well
aor subj act 3rd sg (epic)
ἀποπλύ̱νει , ἀποπλύνω
wash well
pres ind mp 2nd sg
ἀποπλύ̱νει , ἀποπλύνω
wash well
pres ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αποπλύνω — και αποπλένω υνα, ύθηκα, υμένος 1. ξεπλένω, καθαρίζω: Απόπλυνα τα ρούχα κι έγιναν πεντακάθαρα. 2. ξεπλένω προσβολή, βρισιά κτλ. που μου έγινε, εκδικούμαι: Για να αποπλύνει, όπως νόμιζε, την προσβολή που του είχε κάνει, τον πυροβόλησε και τον… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Γύγης — Όνομα βασιλιάδων της αρχαίας Λυδίας. 1. Γενάρχης του βασιλικού οίκου των Μερμυαδών, που βασίλεψαν στη Λυδία (8ος; αι. π.Χ.). 2. Εγγονός του προηγούμενου (7ος αι. π.Χ.). Αρχικά ήταν βασιλιάς της μικρής πόλης Τύρρας, αλλά σκότωσε τον επικυρίαρχο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”